ανεμοδόχος

ανεμοδόχος
ο вентиляционная, вытяжная труба; вентиляционный ствол; воздуховод; отдушина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανεμοδόχος" в других словарях:

  • ανεμοδόχος — Διάταξη αγωγών που χρησιμεύει για την ανανέωση του ατμοσφαιρικού αέρα μέσα σε κλειστούς χώρους (στοές ορυχείων, διαμερίσματα πλοίων, αποθήκες υπόγειες ή χωρίς παράθυρα κλπ.). Το κάτω μέρος του αγωγού απολήγει σε πολλές εξόδους, μία για κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδόχος — ο αεραγωγός, κύλινδρος από λαμαρίνα ή άλλο υλικό με τον οποίο ανανεώνεται ο αέρας στο αμπάρι του πλοίου, στα μεταλλεία κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρακοδόχος — α, ο και ος, ο αυτός μέσα στον οποίο τοποθετούνται ή από τον οποίο διοχετεύονται άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + δοχος < δέχομαι (πρβλ. αμμοδόχος, ανεμοδόχος, ξενοδόχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»